- μελεϊστί
- μελεϊστί, Adv.A limb from limb,
ταμών Il.24.409
;διὰ μ. ταμών Od. 9.291
, cf. 18.339;μ. κεδαιόμενος A.R.2.626
;μ. ξαίνειν Philostr.Her. 19.18
; cf. μελιστί.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταμών Il.24.409
;διὰ μ. ταμών Od. 9.291
, cf. 18.339;μ. κεδαιόμενος A.R.2.626
;μ. ξαίνειν Philostr.Her. 19.18
; cf. μελιστί.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελεϊστί — και μελιστί (Α) επίρρ. κατά μέλη, κατά τμήματα, κομματιαστά («ἠέ μιν ἤδη ἦσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μέλε ος + επιρρμ. κατάλ. ιστί. Το επίρρ. προϋποθέτει ένα αμάρτυρο ρ. *μελεΐζω, κατά τα κτερεΐζω… … Dictionary of Greek
μελειστί — μελεϊστί , μελειστί limb from limb indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εληδόν — μεληδόν (ΑM) επίρρ. 1. κατά μέλη, κομματιαστά, μελεϊστί* 2. με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
καταμελεϊστί — (Α) επίρρ. κομματιαστά, σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελεϊστί «μέλος προς μέλος»] … Dictionary of Greek
μελιστί — (Α) επίρρ. βλ. μελεϊστί … Dictionary of Greek